- Αἰτωλοῖς
- Αἰτωλόςmasc/neut dat plΑἰτωλοίmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
CINCTORIUM — in Glossis παραζώνιον, a cingendo. Martialis, l. 14. Epigr. 32. de parazonio, Arma Tribunicium cingere digna latus. μικρὰν μάχαιραν Graeci exponunt, gladiolum, pugionem. Hinc apud Pomponium etian, ubi de Neuris, l. 2. c. 1. extr. Mars omnium… … Hofmann J. Lexicon universale
κοινοπραγώ — και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, έω) κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τούς τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», Πολ.) αρχ. συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πραγῶ (<… … Dictionary of Greek
νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
προεισδέω — Α 1. εμπλέκω κάποιον σε προηγούμενους δεσμούς 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. στον πληθ.) οἱ προεισδεδεμένοι αυτοί που είναι συνδεδεμένοι με προηγούμενες συμμαχίες («χάριν τοῡ γνῶναι πάντας ὑμᾱς διότι καὶ μὴ προεισδεδεμένους... μᾱλλον Αἰτωλοῑς ὑμᾱς … Dictionary of Greek